πετρωτός

πετρωτός
-ή, -ό
ο κατασκευασμένος από πέτρες: Ρίχνει χαλάζι πετρωτό, ρίχνει να με σκοτώσει (λαϊκ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πετρωτός — ή, ό, Ν 1. κατασκευασμένος με πέτρες («πετρωτό καλντερίμι») 2. πέτρινος, βραχώδης («στα βουνά τα πετρωτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ωτός (πρβλ. γραμμ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”